- σάχαρ
- τὸ, Μβλ. σάκχαρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
SACCHARUM — Dioscoridi Σάκχαρον, Arriano Σάκταρον, recentioribus Graecis Σάχαρ et Σάχαρι, Indis Sachar, aliud nativum est, aliud factitium. Illud Saccharum Mambu hodie vocatur, et cum saccharo Dioscoridis ac Plinii, l. 12. c. 1. mannaque Veter. idem est, et… … Hofmann J. Lexicon universale
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
σάκχαρο — το / σάκχαρον, ΝΜΑ, και ζάχαρο Ν, και σάκχαρις, άρεως ΝΑ, και σάχαρ Μ, και σάκχαρ, αρος και σάκχαρι, άρεως Α εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, η ζάχαρη νεοελλ. 1. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τού ζαχαροκάλαμου, που έχει 10 … Dictionary of Greek
σαχαρόθερμον — τὸ, Μ είδος θερμού ποτού με άφθονη ζάχαρη («ὁ μὲν τὸ σαχαρόθερμον, ἄλλος δὲ τὸ δροσάτον», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάχαρ + θερμός] … Dictionary of Greek